Γλείφοντας, έρποντας,και με τις κεραίες ανυψωμένες ο μικρός μας φίλος & συγκάτοικος.Μιλάμε φυσικά για το Τηνιακό Σαλιγκάρι.
Στην Τήνο τα σαλιγκάρια τα λέμε και Χοχλοί.
Ένα μοναδικό είδος σαλιγκαριού (αφού καταφέρνει για αρκετούς μήνες να επιβιώνει χωρίς καθόλου νερό έχοντας σφραγισμένη την πορτούλα του) που συναντάμε σχεδόν παντού στο νησί. Ζει ανάμεσα μας, δίπλα μας, το συναντάμε μέσα και επάνω στα φρύγανα στις βουνοπλαγιές της ενδοχώρας μας, στους κήπους μας, ακόμα και μέσα στην πόλη, & στα χωριά μας. Ενίοτε το συναντάμε ακόμα και στην σαλάτα μας όπως αυτό στην φωτογραφία που σκαρφαλώνει σε ένα φύλο μαρουλιού πριν απελευθερωθεί και πάλη και ενώ το εντοπίσαμε στην διάρκεια πλύσης των λαχανικών μας.(δείγμα ότι δεν έχουν φυτοφάρμακα) Κάνει την εμφάνιση του με τα πρωτοβρόχια τον Οκτώβριο και σε κάθε βροχερή μέρα όπως την σημερινή κάνει αισθητή την παρουσία του, ενώ από τον Μάιο ελλείψη βροχοπτώσεων θα σφραγίσει- κλείσει την είσοδο του περιμένοντας και πάλη τις βροχερές μέρες του Τηνιακού φθινοπώρου.
Τα σαλιγκάρια δραστηριοποιούνται όταν επικρατεί υγρασία (π.χ μετά την βροχή, κατά την διάρκεια της νύχτας) ενώ όταν οι συνθήκες είναι υπερβολικά ξηρές υποχωρούν στο εσωτερικό του κελύφους και σφραγίζουν την είσοδο με ένα είδος προσωρινού καλύμματος από αποξηραμένη βλέννα, το επίφραγμα.
Σε αυτή την κατάσταση τα σαλιγκάρια βρίσκονται σε ένα είδος «νάρκης» και μπορούν να επιβιώσουν χωρίς νερό για μήνες.Στην Ευρώπη έχουν καταγραφεί 400 είδη σαλιγκαριών και σε όλο τον κόσμο 4000 είδη. Στην Ελλαδα τρία κυρίως είδη θεωρούνται εδώδιμα, τα Helix lucorum, Helix pomatia και Helix aspersa.
Το Τηνιακό σαλιγκάρι συναντάται σε χαµηλά υψόµετρα & σε κήπους. Προτιµά τα ασβεστούχα εδάφη για τη λήψη ασβεστίου το οποίο είναι απαραίτητο για την κατασκευή του κελύφους του και την αναπαραγωγική δραστηριότητα. Επίσης οικολογικές µελέτες έχουν αποδείξει τη συσχέτιση της δοµής και της χηµικής σύστασης του εδάφους µε τη γεωγραφική εξάπλωση και την αφθονία των σαλιγκαριών. Οι κυριότεροι παράγοντες είναι η περιεκτικότητα του εδάφους σε άργιλο και άµµο, το pH, η οργανική ύλη καθώς και η περιεκτικότητα του εδάφους σε ασβέστιο-ανθρακικά άλατα και µαγνήσιο.Το όστρακό του Helix aspersa είναι κωνοειδές, σφαιρικό, παχουλό, πολύ κυρτό στην κορυφή και λοξά ξαπλωµένο στη βάση. Το άνοιγµα είναι λοξό οβάλ, µε άκρες πολύ συγκλίνουσες ενωµένες µε απαλές κυµατοειδείς προεξοχές χρώµατος λευκού. Οι σπείρες που είναι 4 ή 5 είναι πολύ τονισµένες, η τελευταία είναι µεγάλη, στρογγυλοποιηµένη. Το βασικό χρώµα του κελύφους του είναι γκρίζο ή κιτρινωπό διακοπτόµενο από σκούρες λωρίδες, µε ποικιλία αριθµού και πλάτους, διασταυρούµενες µε ζώνες πιο ανοιχτόχρωµες από το βασικό χρώµα. Το χρώµα του σώµατος είναι καστανό σκούρο, κιτρινωπό/γκρίζο διακοσµηµένο µε γλωσσίτσες πιο ανοιχτόχρωµες. Η καταγωγή του είναι µεσογειακή, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πρόσφατα στη Ν. Αφρική, Η.Π.Α, Μεξικό, Αυστραλία. Είναι πολύ διαδεδοµένο στη Ν. Γαλλία καθώς επίσης και στην χώρα µας κυρίως στην κεντρική και νότια Ελλάδα, την Πελοπόννησο. Απαντάται κυρίως στην πεδιάδα, ενώ προτιµά µικροπεριβάλλοντα µε υγρασία, όπως κήπους, θάµνους, κούτσουρα, βράχους, καθώς και αµµώδη εδάφη.