Πρώτη μέρα του φθινοπώρου κι έχω τη θάλασσα από κάτω. O αγέρας στα μαλλιά ανακατεύει το μυαλό και ξεχωρίζει την επιθυμία απ’ τις θύμησες. Η Τήνος είναι σιμά. Το φως φίλιωσε κι ο χορός στο κατάστρωμα συντονίζεται με τον ρυθμό των κυμάτων. Βοριάς, σκέφτομαι, ανασαίνοντας λεύτερος αρμύρα.
Το πιο «παρεξηγημένο» νησί των Κυκλάδων χρωστά μάλλον μεγάλη χάρη στη …Μεγαλόχαρη. Ήταν η περίτρανη φήμη της που για χρόνια επισκίαζε όλη αυτήν την ομορφιά. Απύθμενη, αστείρευτη, δεν χωρά σε λόγια κι εικόνες. Είναι ιδέα και αίσθηση. Σαν τον αγέρα επάνω σου, τη μέσα σου πνοή, καλά κρυμμένο χάδι. Ψίθυρος που σου φωνάζει και σου αναστατώνει την ψυχή. Έχει δύναμη και συνέχεια. Σε παίρνει μακριά, σε σηκώνει ψηλά, σ’ ομορφαίνει. Ναι, στην Τήνο εξοβελίζεσαι. Σε ένα νοσταλγικό παραμύθι δίχως τέλος κι αρχή…
Τίνος είσαι
«Δυο χιλιόμετρα μακριά από τη Χώρα και νομίζεις ότι είσαι αλλού…» με είχαν προειδοποιήσει πριν επισκεφτώ το νησί, που μέχρι και τη δεκαετία του 1990 δεν γνώριζε τουρίστες, παρά μόνο προσκυνητές. Την Παναγιά την είχα επισκεφτεί κι εγώ. Με μια αθώα εφηβική ενοχή, παρέα με τα πλήθη που συνέρρεαν γονατιστά για μια παράκληση, ένα τάμα. «Τι έχει το υπόλοιπο νησί;» ρωτάγανε, λέει, στη Χώρα. «Τίποτα», τους απαντούσανε, κι εκείνοι έφευγαν ευχαριστημένοι… Κάπως έτσι η Τήνος έμεινε ανέγγιχτη, παρθένα, μαγική, όπως θα έπρεπε σε όλες τις Κυκλάδες. Νησί του Αιόλου, της Αμφιτρίτης, της πίστης, της τέχνης, της Παναγιάς – κρατώ το «Ερούσα», που τα χωράει όλα. Μαλού, Αργώ, Δελφίνι, Άλμπατρος, Λυχναφτιά… συλλαβίζω τις βάρκες στο λιμάνι. Παράξενα ονόματα, όπως αυτά των χωριών της ενδοχώρας: Τριαντάρος, Φαλατάδος, Ταραμπάδος, Σμαρδάκιτο – οικισμοί με ενετικές καταβολές, σπαρμένοι γύρω από τον λόφο του Ξώμπουργου, του επιβλητικού γρανιτένιου όγκου όπου βρισκόταν η παλιά πρωτεύουσα. Φυσικά οχυρός χώρος, εδώ έχτισαν οι Ενετοί το κάστρο τους για να προστατεύσουν το νησί από τις επιδρομές. Απόρθητο για αιώνες, ήταν το ισχυρότερο των Κυκλάδων. Το 1715 παραδόθηκε στους Τούρκους, που αμέσως φρόντισαν να το ξεθεμελιώσουν ανατινάζοντας τα τείχη και την πόλη. Οι λιγοστοί κάτοικοι που απέμειναν έφτιαξαν καινούργιο οικισμό που ονομάστηκε Ξώμπουργο (Εξώμβουργο), που σημαίνει έξω απ’ την πόλη, μα κι αυτός έμελλε να ερημωθεί. Ευρήματα τειχών και ιερού στους πρόποδες του λόφου μαρτυρούν την ύπαρξη οικισμού από τους προϊστορικούς και τους αρχαϊκούς χρόνους. Αν βουτήξεις στην ιστορία, θα χαθείς, και εμένα τώρα με νοιάζει άλλο: το φως που αντανακλά το Ξώμβουργο σ’ ολόκληρο θαρρείς το νησί. Φως που δίνει περίτεχνους τόνους στις εικόνες, σαγηνεύει τους κατοίκους και γητεύει τους περιηγητές. «Είναι ο μοσχοβίτης που κάνει τον γρανιτένιο γίγαντα να φαντάζει αυτόφωτος», θα μας πει η Σοφία, γεωλόγος απ’ τον Τριπόταμο. «Η σκιά που γυαλίζει, που δημιουργεί περίεργα λαμπυρίσματα, ντύνοντας το νησί με ένα διαφορετικό φως…» Αυτό το ιδιαίτερο φως συνόδευε εξαρχής τη φωτογραφική μας περιπλάνηση, κι ας μη γνωρίζαμε τότε την αιτία του. Το φως που σκιάζει τις πεζούλες και τις ξερολιθιές. Απότομες οι πλαγιές της Τήνου και τα μπόλικα νερά παράσερναν το χώμα. Ο άνθρωπος ξέχωσε μερικά δόντια απ’ τη γη να το στεριώσει, να το καλλιεργήσει και να τραφεί. Φλέβες του νησιού θεμελιωμένες απ’ άκρη σ’ άκρη φέρνουν στον νου αρχαίο αμφιθέατρο. Όλα σ’ αυτό το νησί με κάποιον τρόπο καλλιτεχνούν. Τα σύννεφα, τα πουλιά, ο αέρας, οι πέτρες, τα ξωκλήσια, οι άνθρωποι. Σαν από τη φύση τους. Άλλος γράφει, άλλος ζωγραφίζει, άλλος φιλοσοφεί. Χαλεπάς, Λύτρας, Γύζης, Γαΐτης, Φιλιππότης – πόσους σπουδαίους καλλιτέχνες έθρεψε αυτός ο τόπος και πόσους ακόμη σαγήνευσε με το προμηθεϊκό του φως, αποκαλύπτοντας μια νέα Ιθάκη.
Τα πάνω κάτω
Πάνω Μεριά, Κάτω Μεριά, Έξω Μεριά, έτσι χωρίζουν οι Τηνιακοί το νησί τους. Τι κι αν η Πάνω Μεριά είναι στον Νότο και η Κάτω στον Βορρά – να και ο πρώτος περιστεριώνας. Ένδειξη οικονομικής ευμάρειας για κάθε σπίτι, οι ιδιοκτήτες τους συναγωνίζονταν στη διακόσμηση. Ποιος πιάστηκε να κάμει τέχνη τη φωλιά των περιστεριών; Σίγουρα κάποιος Τηνιακός τεχνίτης αφήνοντας κληρονομιά ένα φαινόμενο μοναδικό στον κόσμο. Ανεβαίνω σκαλιά, κατεβαίνω σκαλιά. Έτσι σκαλωτά είναι καμωμένα τα χωριουδάκια της Πάνω Μεριάς, γεμάτα θολωτά καλντερίμια και σπίτια μ’ αυλές ονειρεμένες. Στον Τριαντάρο η επίσκεψη μοιάζει με προσκύνημα στην άκρη του γκρεμού. Η θέα σε μαγεύει. Περιπλάνηση στα πρώτα σοκάκια – οι πρώτοι λαβύρινθοι. Στολίδια τα υπέρθυρα πάνω απ’ τις ξεβαμμένες πόρτες. Παντού λουλούδια χρωματίζουν κατοικημένα μα και έρημα σπίτια. Γοητεία που σε κάνει να χάνεσαι και σε προϊδεάζει για τη συνέχεια… Δέηση στο άπειρο του Αιγαίου. Στα Δυο Χωριά γίνεσαι αετός. Καλοζυγιάζεσαι στον άνεμο κι αφήνεσαι χωρίς να γυρεύεις θήραμα. Καμάρες που κρύβουν μυστικά σπιτάκια. Φωλιές που προστατεύουν από τον βοριά. Κρήνες σε υποδέχονται, σκαλιά που φανερώνουν παραμύθια σε αυλές που από παιδί δεν είδες. Γεράνια και ρόδα, γαρίφαλα και σκιερές κληματαριές. Καφές ελληνικός και αισθήσεις λεύτερες να ταξιδέψουν. Κι εκεί που λες πως τα έχεις δει όλα, ξάφνου μια εκκλησιά με μπαλκόνι στο υπερπέραν, περίτεχνα μαρμάρινα κάγκελα, σκαλισμένα ποιήματα και προτομές να θαυμάζεις την αισθητική τους – και αυτό στην Τήνο επαναλαμβάνεται διαρκώς, σαν κάτι φυσικό… Στην πλατεία, πλατάνια γερά για να στερεωθεί η γιορτή. Ένα καινούργιο καφέ έχει ανοίξει. Μία ακόμη πηγή – νερομάνα και νοικοκυρά, με τα «ξινάρια», τις παραδοσιακές τηνιακές πλύστρες και το χαμόγελο του κ. Αλέξανδρου, που νοσταλγεί την εποχή που το χωριό είχε κόσμο και τέσσερα καφενεία. Στον Φαλατάδο οι καμπάνες σέρνουν τραγούδι. Στην είσοδο του οικισμού με το πλακόστρωτο δρομάκι, το «Σπίτι του σκίτσου» που δημιούργησαν οι αδερφοί Μητρόπουλοι. Έξυπνα σχέδια που φέρνουν μειδίαμα ή γέλιο τρανταχτό. Πιο μέσα η επιβλητική εκκλησία με το περίτεχνο ψηφιδωτό και γύρω της το παραδοσιακό καφέ-παντοπωλείο κι ένα περιποιημένο ρακάδικο. Ένα σοκάκι οδηγεί στο παλιό κατώι του συλλέκτη Αργύρη Βιδάλη, που αποτελεί ταυτόχρονα λαογραφικό μουσείο και έκθεση πρωτότυπων δημιουργιών. Το περίφημο ρακεζιό του Φαλατάδου, η γιορτή της απόσταξης της τηνιακής ρακής, ξεκινά σε λίγες μέρες… Τοπίο αλλόκοτο, σεληνιακό, σπαρμένο με γρανιτένιους βράχους. Επτά μύθοι για τη δημιουργία του, μα εμείς κρατήσαμε τον έναν: απομεινάρια της μάχης μεταξύ Τιτάνων και Γιγάντων πλάθουν φιγούρες με το φως και τις σκιές. Μες στο τιτάνιο πεδίο βολής είναι χτισμένος ο Βώλακας, αόρατος από τη θάλασσα. Πόρτες και παραθύρια με ζωγραφιστά ποιήματα: Καβάφης, Βρεττάκος, Βάρναλης, Γκάτσος, Καββαδίας, Ελύτης, Σικελιανός, Σεφέρης. Δημιουργός τους ο Λάσκος Λασκαρίδης, που ήρθε τρία χρόνια πριν απ’ την Αθήνα κι είχε τη σκέψη να ομορφύνει το χωριό και τη ζωή μας… Τόσο απλά! Στο εργαστήρι του ο κυρ Αντώνης, τεχνίτης της καλαθοπλεχτικής, περιγράφει κατατοπιστικά τα στάδια της τέχνης του: ποιο μήνα κόβει την ιτιά, τη λυγαριά και το καλάμι –πάντα στη λίγωση του φεγγαριού–, πώς τα αποφλοιώνει… Την τέχνη την έμαθε παιδί απ’ τον πατέρα του, μα καταπιάστηκε ξανά μαζί της τα τελευταία χρόνια. «Κανείς δε ζει, βλέπετε, απ’ το καλάθι…» Καλαθοπλέκτης και ο αδερφός του, ο Λουδοβίκος, στην πλατεία του χωριού, το οποίο διαθέτει θεατράκι, λαογραφικό μουσείο και δύο όμορφα ταβερνάκια. Ο δρόμος θα μας φέρει ως τη Λειβάδα, την απομονωμένη παραλία του Βορρά. Λυγισμένα δέντρα, οάσεις με βαλανιδιές, κατσίκια και γεράκια στη διαδρομή στους πρόποδες του Τσικνιά. Στ’ αχείλι μιας στροφής αποκαλύπτεται σαν δώρο η παραλία. Δαρμένη απ’ τον βοριά με τεράστια κύματα να σκάνε στα βράχια και οι λίγοι τυχεροί επισκέπτες-θεατές απολαμβάνουν το τοπίο, που μοιάζει να βγήκε από ταινία. Σαγήνη… Πλησιάζοντας, μια ταβερνούλα και δίπλα της το ποτάμι, που καταλήγει στην αμμουδιά με τα αλμυρίκια. Στ’ αριστερά αγεροφαγωμένοι βράχοι στήνουν εξπρεσιονιστικά παιχνίδια με το φως. Ζευγάρια ρομαντζάρουν με θέα την άγρια ομορφιά… Κάποιοι πιο τολμηροί κολυμπούν, άλλοι παίζουν κιθάρα κάτω από τα βραχογλυπτά. Εδώ γειώνεσαι, ενσωματώνεσαι με ένα τοπίο μοναδικό στην Ελλάδα. Μια πέτρα για καλή ενέργεια κι ένα ουζάκι – δάκρυ και σπονδή στην ομορφιά του κόσμου. Χωμάτινη διαδρομή μέχρι τον πετρόχτιστο φάρο στα ανατολικά. Βαθύ μπλε, καθαρός ουρανός και τα κύματα ορμητικά φανερώνουν θαλασσινά ουράνια τόξα. Πίσω στην ενδοχώρα, η Μυρσίνη ξεχωρίζει από μακριά με το περίτεχνο χτιστό καμπαναριό της, που είναι το ψηλότερο του νησιού. Άρτια δείγματα της τέχνης και της αισθητικής της, οι εκκλησιές της Τήνου αποτελούν αξιοθέατα. Κατηφορίζοντας στη Στενή, εικόνες αναλλοίωτες από τον χρόνο μάς προσμένουν. Η πρώτη απανεμιά και οι παρέες ξεπορτίζουν, τα παιδιά κυνηγιούνται, κι όταν πιαστούν, αγκαλιάζονται στα φωτισμένα σοκάκια. Τρία καφενεία-παντοπωλεία, που αλλού τα ψάχνεις και δεν τα βρίσκεις, μα στην Τήνο περισσεύουν. Η θρυλική χασαποταβέρνα του Ντουάρ, που λειτουργεί πάνω από μισό αιώνα στο νησί. Εξαίρετη λούζα, κολοκυθάκια από τον κήπο του, τυράκι της μαμάς, τηνιακό κρασί και κρέατα παραγωγής του κλείνουν τη μέρα μερακλίδικα.
Παντού κάτι συμβαίνει: θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, φεστιβάλ, γιορτές, εκθέσεις φωτογραφίας…
Νησί χειροποίητο
Χειροποίητο νησί είχε αποκαλέσει την Τήνο ο Κορνήλιος Καστοριάδης, κάτοικος του Τριπόταμου, κι είναι ο πιο εύστοχος χαρακτηρισμός που της έχει αποδοθεί. Το «χωριό δίχως πλατεία» θυμίζει λαβύρινθο με τα ασβεστωμένα καλντερίμια και τα φιδωτά στενά του. Σαν σε φρούριο, με σπιτάκια χτισμένα σφιχταγκαλιαστά, περπατάς και στις ταράτσες. Φημισμένο για τα πανηγύρια του –στις 21 Νοέμβρη και στη Γιορτή του κρασιού– ολόκληρη η Τήνος κατεβαίνει στο χωριό και οι… ταράτσες πλημμυρίζουν με κόσμο, που πίνει και χορεύει στα ψηλά θυμίζοντας παλιές ελληνικές ταινίες! Σ’ αυτά και πολλά ακόμη μυστικά θα μας μυήσει η Σοφία, ιδιοκτήτρια του Crossroads Inn με τις παραδοσιακές κατοικίες που σε προσκαλούν σε διαμονή… σαν τον παλιό καλό καιρό. «Από έρωτα μείναμε εδώ και θέλω όσοι έρχονται να ερωτεύονται κι αυτοί το νησί… Η Τήνος άλλωστε έχει παραμύθι». Σε συνεργασία με τη Footpathstinos προτείνουν μονοπάτια και διαδρομές ξετυλίγοντας τη μαγεία της. Μα η Τήνος έχει και μαγιά. Νέους ανθρώπους με όραμα και αγάπη για τον τόπο, που προχωρούν μπροστά κρατώντας τη νοσταλγικότητα του χθες, όταν όλα ήταν απάτητα… «Δεν υπάρχει άσχημο χωριό στην Τήνο», μου είχαν πει πριν την επισκεφτώ. Εξήντα τέσσερα χωριά διαθέτει συνολικά το νησί και όσα προφτάσαμε να σεργιανίσουμε είχαν όλα τους κάπου να σταθείς, κάτι να θαυμάσεις. Πέρα απ’ τη μεσαιωνική καμάρα του Ταραμπάδου φωλιάζουν είκοσι περιστεριώνες. Σκορπισμένοι μες στην ησυχία του τοπίου ξεπροβάλλουν πλουμιστοί και περήφανοι μέσα από καλαμιές, ροδιές και περιβόλια. Σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά, το Σμαρδάκιτο είναι από τα παλαιότερα χωριά του νησιού. Αστραφτερές αυλές και σκαλοπάτια μέχρι τη γραφική, πλακόστρωτη πλατεία με την κρήνη και την καθολική εκκλησιά. Απίστευτη ηρεμία σε φόντο καταπράσινο. Αγαπημένο στέκι των Τηνιακών, το Κατώι στολίζει την πλατεία με τα χρωματιστά τραπέζια του. «Δεν φαντάζεσαι πόσο κόσμο μαζεύει», θα μας πει ο Χρήστος, που μόλις γύρισε από τον τρύγο. Ευγενική, γαλήνια μορφή εναρμονίζεται με την αύρα του τόπου. Ιστορίες με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο αλλά και τον Τσέζαρε Μπάρο, τον διεθνούς φήμης Βενετσιάνο εικαστικό που έζησε στο Σμαρδάκιτο δεκατρία ολόκληρα χρόνια δημιουργώντας σχέση ζωής με το χωριό και την Ελλάδα. Ανάμεσα σε τρεις λόφους είναι χτισμένη η Αγάπη. Δύσκολο να τη βρεις, μα προστατευμένη και καλοθεμελιωμένη. Οι βεράντες με τις μπουκαμβίλιες σε καλούν να αναπνεύσεις μια τζούρα ομορφιάς. Είναι τόσο όμορφη… Στο λιλιπούτειο παντοπωλείο της θα αλλάξεις μια κουβέντα, στην Καμάρα της θα κοπιάσεις για έναν μεζέ – ντομάτα και τηνιακή κοπανιστή. Τρεις αεικίνητες κυράδες κρατούν το μαγαζί και οι παππούδες αγναντεύουν τη ρεματιά με τις συκιές, τις δάφνες και τις ακακίες. Βάφτισμα στην… Κολυμπήθρα, την αμμουδερή παραλία στο μάτι του Βορρά, που κρατά τον δικό της χαρακτήρα με τη χαλαρή καντίνα της και τις μικροσκοπικές ξύλινες ομπρέλες που θυμίζουν μανιτάρια! Παράδεισος των απανταχού σέρφερ, διαθέτει και σχολή, παρέχοντας θέαμα με εντυπωσιακά άλματα πάνω απ’ το κύμα. Κατά το λιόγερμα θα βρεθούμε στο Κτικάδο. Σεργιάνι στα όμορφα σοκάκια του – εικόνες καθάριες στο σμίξιμο την νύχτας με τη μέρα… Στο Αγνάντι, ένα απ’ τα παλιότερα καφέ-παντοπωλεία του νησιού, θα γευτούμε τηνιακά καλούδια αγκιναράκι τουρσί, ντομάτα λιαστή, κάππαρη και «φουρτάλια», την τηνιακή ομελέτα με το σκορδάτο λουκάνικο. Γνωστός μέχρι τα… Παρίσια ο κυρ Γιάννης, μας δείχνει ο γιος του το Γιαννιώ το γαλλικό έντυπο με τη φωτογραφία του. Φιλικοί κι ανεπιτήδευτοι, μια υπόθεση οικογενειακή. Η κυρα-Λένη κρατά τη φήμη μιας από τις καλύτερες μαγείρισσες του νησιού – να φας μανιτάρια στιφάδο απ’ τα χεράκια της και να γλείφεις τα δάχτυλά σου! Θαλασσινή θέα απ’ τα ψηλά στο μικρό μπαλκονάκι του Κτικάδου… αγνάντι όνομα και πράγμα!
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Είχε δίκιο η Ζοζεφίνα Δελατόλα στον οδηγό της για το νησί, πως η Τήνος θα ήταν ορφανή χωρίς τα ξωκλήσια της. Διάσπαρτα σε βράχους, κορφές, λαγκαδιές κι ακρογιάλια ζωγραφίζουν με το φως και όλο σε καλούν κοντά τους. Η διαδρομή προς την Έξω Μεριά έχει άλλον αέρα… Στο πλάι σου διαρκώς η θάλασσα, τα πλοία, τα ξωκλήσια, οι ακτές της Σύρου. Απάνεμος, κρυμμένος απ’ τη θάλασσα ο Πύργος είναι δικαιωματικά το πιο φημισμένο χωριό του νησιού. Σπίτι της τέχνης και ναός του μάρμαρου, για να κατατοπιστείς θα περάσεις πρώτα από το πληρέστατο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας του ΠΙΟΠ, που βρίσκεται δίπλα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αμέσως αντιλαμβάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε ένα καλλιτεχνικό χωριό. Το φανερώνει κάθε του χώρος, κάθε σου βήμα. Παντού προτομές, αγάλματα κι ανάγλυφα – στα σοκάκια, τις αυλές, τους μαρμάρινους φεγγίτες. Ακόμη και το νεκροταφείο του αποτελεί αξιοθέατο. Την τέχνη του μαρμάρου οι Τηνιακοί τη διδάχτηκαν, λέει, απ’ τον Φειδία. Ίσως γι’ αυτό τούτο το μέρος γέννησε τον Χαλεπά, τον Φιλιππότη κι αμέτρητους άλλους μαρμαροτεχνίτες, γλύπτες και μαστόρους, που κοσμούν με τα έργα τους όλη την Ελλάδα. Εδώ είναι το σπίτι και μουσείο του Χαλεπά, το σπίτι του Λύτρα, το μουσείο Πανορμιτών καλλιτεχνών. Όρεξη και χρόνο να έχεις, να περιηγηθείς και να γνωρίσεις μια τέχνη που δεν χορταίνεται. Εργαστήρια μαρμαρογλυπτικής κι άλλες καλλιτεχνικές φωλιές διάσπαρτες στα παστρικά σοκάκια και τα σπίτια με τις ζωγραφιστές πόρτες, τις μπουκαμβίλιες, τους βασιλικούς… Έργο τέχνης σμιλεμένο στο μάρμαρο ή παρατηρητήριο απεραντοσύνης; Ό,τι και να πεις για τα Υστέρνια θα ’ναι λίγο. Οι μάστοροι έχουν μαρμαροντύσει παρανυφάκια τα σπίτια του χωριού και νύφη ακριβοθώρητη την εκκλησιά του! Θέα ανεμπόδιστη. Στο φρύδι του βουνού, η πλατεία σού δίνει την αίσθηση πως είσαι σε κατάστρωμα. Κατάρτι το καμπαναριό και γύρω τα περιποιημένα σπιτάκια, τα παλιά καφέ-παντοπωλεία και τα μπαράκια που σαλπάρουν στο γαλανόλευκο. Λίγο έξω απ’ τα Υστέρνια αντικρίσαμε ένα από τα πιο εντυπωσιακά τοπία στο νησί. Μύλοι ερειπωμένοι στη σειρά – μνημεία διατηρητέα και μια εκκλησιά πανέμορφη. Ο Δον Κιχώτης εδώ νικάει κι ο άνεμος είναι παλικάρι. Μόνο ουρανός πάνω σ’ αυτόν τον μικρό Γολγοθά, τοπίο του Γκρέκο… Στην Καρδιανή χάνεσαι… Από την ομορφιά. Θες να προλάβεις το δειλινό, να φυλακίσεις την εικόνα. Αμφιθεατρικά κτισμένη σε δυο πλαγιές με θέα το Αιγαίο, θυμίζει κάτι απ’ τα Φηρά, μόνο που εδώ η αυθεντικότητα περισσεύει: παρέες που βεγγερίζουν ξέχωρα –από δω οι άντρες, από κει οι γυναίκες–, παιδιά που ζωντανεύουν την πλατεία και τα στενά, νερά και πράσινο. Δυο καθολικές εκκλησιές –μία σε κάθε γειτονιά– ο καφενές, το παντοπωλείο κι ένα ρακομελάδικο. «Σας αρέσει το χωριό μας; Ζείτε σε έναν παράδεισο, μου λένε όσοι έρχονται. Μένω εδώ, βλέπετε, το βρίσκετε κι εσείς τόσο όμορφο;» αναρωτιέται η κυρία Μαίρη… Ο ήλιος βασίλεψε, η Σύρα βάφτηκε κόκκινη, το φεγγάρι γελάει. Το καμπαναριό άναψε, κερί που φωτίζει με το πορτοκαλί του τη νύχτα. Η ωραιότερη εικόνα που είδαμε στο νησί, θα πεις – σιωπές αγαπημένες της σελήνης…