Ἀντώνης Μαραγκός «Σκλαβοχωριανές ἀναμνήσεις».
Τοῦ Γιώργου Δημόπουλου
Γνωρίζω καλά, πολύ καλά, τήν περιοχή τοῦ Σκλαβοχωριοῦ. Τήν περπάτησα μέ τήν Ἑλένη, ὃλα γιά μιά Ἑλένη. Καί ἀπό τό Βωλάξ καί ἀπό τό Ἀγάπη. Τό μόνο πού δέν γνώριζα, ὃτι ὁ χείμαρρος λέγεται Μεγάλος Ποταμός, καί τό μονοπάτι Πέτασος.
Θεωρῶ ὃτι εἶναι μιά ἀπό τίς εὐλογίες τῆς ζωῆς ἡ γνωριμία μου μέ τήν σκλαβοχωριανή περιοχή. Τόπος λιτός χωρίς προίκα καί πλοῦτο, γεμᾶτος ἀρετές καί χάρες ἂλλου εἲδους πού ὁ σύγχρονος ἂνθρωπος, δέν μπορεῖ, δέν θέλει νά τίς γευθεῖ γιατί κατά κανόνα ἀποφεύγει αὐτές τίς περιοχές. Τίς ἀποφεύγουμε ὂχι τυχαῖα: δέν θέλουμε σχέση διαλόγου καί πάλης μέ τήν φύση, νά τήν ἀναγνωρίσουμε, νά παλέψουμε, νά τήν ἀγαπήσουμε, νά συμφιλιωθοῦμε μαζί της.
Συναντήσαμε τίς ἲδιες ἀγελοῦδες, τήν Δέσποινα καί τήν Μαρία, τίς γνωστές τοῦ πατέρα τοῦ Ἀντώνη, ἂναψε καί τό δικό μας πρόσωπο, ἀπό τήν ἀντανάκλαση τῆς σκουράδας τῶν γύρω ντουλαπιῶν, ἀνταμώσαμε σκασμένα πρόσωπα πού ξυπνοῦν ἀξημέρωτα γιά νά φροντίσουν τά ζῶα τους, νά σπείρουν, νά θερίσουν, νά σκάψουν, νά τρυγήσουν, νά κάνουν τό κρασί τους, νά σβήσουν τίς λύπες τους, τίς πίκρες τους καί ποτίσουν τίς χαρές τους, ἢπιαμε νερό ἀπό τίς πηγές, αὐτές πού ξεδίψασαν καί ξέπλυναν τόν ἱδρῶτα τῶν Σκλαβοχωριανῶν, μπήκαμε στά χωράφια πού τάισαν τίς φαμίλιες τους, καί ἐξέθρεψαν τά ζῶα τους, γνωρίσαμε τά φρύγανα πού ζέσταναν τά κορμιά, καί τίς ψυχές τους, σταθήκαμε μέ κρυφό δέος μπροστά καί μέσα στούς ἐρειπιῶνες τοῦ Σκλαβοχωριοῦ, πήραμε τό μήνυμά τους, διαισθανθήκαμε ὃτι ἐδῶ κάτι συνέβη, ἂνθρωποι γεννήθηκαν, ἒκλαψαν, γέλασαν, ἐρωτεύτηκαν, γυναῖκες κανάκεψαν παιδιά, γιατροπόρεψαν, καί παρέδωσαν στούς ἑπόμενους τήν σκυτάλη τῆς ζωῆς. Μέσα σέ αὐτό το περιβάλλον γεννήθηκαν ὂνειρα καί ἂνθρωποι πού πάλεψαν γιά τήν ἐπιβίωση, πρόκοψαν και διεκδίκησαν μιά καλύτερη ζωή.
Στόν καθολικό χρόνο του Σκλαβοχωριοῦ, στήν ἱστορία του, ρόλο χώρου διαδραματίζει, τό νῦν, τό τώρα, αὐτός ὁ παράξενος ἀλήτης τῶν αἰώνων, πού μπορεῖ ν’ ἀποσπᾶ τόν ἄνθρωπο ἀπό στερεοποιημένες συνθῆκες ζωῆς καί νά τόν μεταφέρει σέ ἀπροσδόκητη κατάσταση. Ἔτσι μόνο ἐξηγεῖται πῶς ὁ χῶρος τοῦ Σκλαβοχωριοῦ λειτουργεῖ γιά τόν Ἀντώνη Μαραγκό σάν χρόνος καί πῶς ἕνα προσωπικό ταξίδι, προκαλεῖ τόσο ἰσχυρές μετατοπίσεις, ἀκόμη καί στούς ἀναγνῶστες του. Οἱ Σκλαβοχωριανές ἀναμνήσεις μέ παρέσυραν στίς ἰσχυρές ἐσωτερικές ἀναταράξεις τοῦ Ἀντώνη. Ἄν λησμονοῦσε θά διεκόπτετο ἐντελῶς ἡ ροή τοῦ χρόνου, ἐνῶ μέ τίς ἀναμνήσεις του φούσκωσε σάν τόν «Μεγάλο Ποταμό» τόν χείμαρρο τῆς περιοχῆς. Ἡ ἐπιστροφή τοῦ Ἀντώνη στήν ἀρχή του, δέν εἶναι μιά μορφή ὀδοιπορικοῦ· εἶναι ἐκλέπτυνσης καί διαφάνεια, πλατυσμός ἐσωτερικός καί αὐτονομία τοῦ πνευματικοῦ του βίου, εἶναι αὐτογνωσία. Ὑποκείμενο, Ἀντώνης καί ἀντικείμενο, Σκλαβοχωριό συν-χωροῦνται.
Ὁ Μαραγκός δημιουργεῖ τήν ἰστορία μέ ὡραία ἀτμόσφαιρα, ἒξυπνους συμβολισμούς καί ἀρκετό χιοῦμορ, ἐγκιβωτισμένη σέ μιά ἐποχή πού ἣρωες εἶναι ὁ ἑαυτός τους καί ἀφήνει τούς φυσικούς ἢχους νά μᾶς βάλουν στό κατάλληλο κλίμα. Σχεδόν τα πάντα είναι καλυμμένα από χώμα, ἐκτός ἀπό τά σκαμμένα πρόσωπα τῶν Σκλαβοχωριανῶν πού αὐγάζουν ὠς Ἃγιο Φῶς.
Ὁ Πλωτῖνος ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ὀμορφιά ἀκτινοβολεῖ τήν ἰδέα, εἶναι αὐτή πού προικίζει μέ τό εἶναι τά φαινόμενα. Νοητή καί αἰσθητική ἀξία περιπτύσσονται. Ἡ ὀμορφιά τοῦ χωριοῦ του, ταπεινώνει τόν Ἀντώνη, τόν κάνει σεμνό, ὃπως σεμνός παρέμεινε καί ὁ Νικόλας Γύζης. Ἡ ὂμορφη ματιά τῆς ταπεινῆς σκλαβοχωριανῆς ψυχῆς τους περιπτύσσει τήν νοητή καί αἰσθητική ἀξία. Ἡ ματιά τους ἀγκαλιάζει ἀπό μέσα ὃλα τά συστατικά, ἀκόμη καί τά πιό ταπεινά. Τά μεταβάλλει σέ περίοπτο ἀντικείμενο. Τά κείμενα τοῦ Αντώνη προκαλοῦν ἔνταση ἀνατρεπτική, ὥστε τό μάτι δἐν βλέπει μόνο ἀλλά καί ἀκούει. Ἡ ζωγραφική καί ἡ λογοτεχνία εἶναι μουσική. Μεταδίδουν μαζί μέ τά πλάσματά τους καί τόν ψίθυρο, τόν σάλαγο πού τά τυλίγει. Ἐξ οὗ καί ὁ Γύζης καί ὁ Μαραγκός, οἱ Σκλαβοχωριανοί, ὁ ζωγράφος καί ὁ συγγραφεύς ζοῦν μέ αὐτό πού κάνουν, δημιουργοῦν τόν χρόνο ἀντί νά τόν ὑφίστανται, ὅπως θά συνέβαινε ἄν ἐργάζοντο γιά νά ξεμπερδεύουν, σάν νά ἔκαναν ἀγγαρεία.
Ὁ Ἂντώνης Μαραγκός βυθίζεται στό ἂφατο μιᾶς μνήμης καθόλου ἀπωθημένης γιά νά καταδείξει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦσαν οἱ δικοί του, πού ἒζησε καί ὁ ἲδιος. Γράφει γιά νά κατανοήσουμε τούς λόγους, τούς ἐντός καί τούς ἐκτός του, πού δέν τόν ξεμάκρυναν ἀπό τίς ρίζες του.
Ἡ νοσταλγία τοῦ πόθου διαφέρει ἀπό τήν νοσταλγία τῆς ἐλλείψεως κατά τόν χρόνο: ὁ πόθος εἶναι χρόνος ὁλόκληρος στραμμένος πρός τό μέλλον, ἐνῶ ἡ ἒλλειψη εἶναι ἐμμονή στό παρόν, παρελθόν καί ἀποστροφή πρός τό μέλλον.
Στήν ἀπόσταση πῆραν ὑπόσταση τά πράγματα. Ὁ Μαραγκός τά εἶδε στήν σωστή διάστασή τους, ἡ ἒλλειψή τους τά ἒφερε πιό κοντά του, μπόρεσε στήν ἐρημία τῆς μέσα ἐρήμου, κλεισμένος στό ἂνετο διαμέρισμά του νά δεῖ λεπτομέρειες, τά ἐλευθέρωσε ἀπό τό βάρος τοῦ συμφέροντος καί τῆς χρηστικότητας. Μέ μιά ἀνάλαφρη κίνηση τά σήκωσε, τά ἐπανέφερε στήν θέση πού τούς πρέπει, βγάζοντάς τα ἀπό τήν οἰκονομία τῆς ἀγορᾶς, τοῦ τί θά κερδίσω, τί θά βγάλω, σέ τί μοῦ χρησιμεύει, πῶς θά τό ἐκμεταλλευτῶ στό ἒπακρο.
Στήν μετέπειτα ζωή του οὒτε τήν καταγωγή του λησμόνησε, οὒτε τόν τόπο ὑποδοχῆς. Ἀντίθετα μάλιστα τά ἒχει συνεχῶς κατά νοῦ. Μέ ὃλη τήν διαύγεια, καί ὃλη τήν σφοδρότητα. Ὁ Ἀντώνης περιγράφει τόν τόπο του σάν νά τόν ἀντικρίζει γιά πρώτη φορά. Προφανῶς γιατί ὃταν γράφει γιά τόν γενέσιο τόπο ψάχνει τόν μέσα τόπο, ὃταν ὑμνεῖ τήν ὀμορφιά τοῦ χωριοῦ του, αἰσθάνεται μιά τρυφερότητα γιά τόν ἐκτός του πού τόν δεξιώνεται, αἰσθάνεται οἰκεῖα μέ τήν ὀμορφιά του, ὃσες φορές καί νά περάσει ἀπό ἐκεῖ.
Ἐκτός ὃμως τῆς καλλιτεχνικῆς ἒκφρασης, στοχεύει καί στήν διατήρηση τῆς ἱστορικῆς καί τῆς οἰκογενειακῆς μνήμης. Ὁ συγγραφέας ἐπιθυμεῖ νά διασώσει ἓναν κόσμο πού ἒχει χαθεῖ ἀνεπιστρεπτί, ζωγραφίζοντας ζωηρές εἰκόνες, παραθέτοντας τό φωτογραφικό ὑλικό γιά τήν ἀπαραίτητη τεκμηρίωση.
Ὁ Ἀντώνης μᾶς μεταφέρει τόν τρόπο πού ὁ ἴδιος σμιλεύει τά κτήρια τοῦ Σκλαβοχωριοῦ παράγοντας μιά βιωματική ἀρχιτεκτονική πού ἀκροβατεῖ ἀνάμεσα σέ διαφορετικές θεάσεις καί μεταμορφώσεις τοῦ τοπίου. Οἱ ἐρειπιῶνες τοῦ Σκλαβοχωριοῦ, ἀποζητοῦν νά σέ ἐκπλήξουν. Νά τούς περιτριγυρίσεις, νά ζουμάρεις στίς λεπτομέρειες, νά καδράρεις τό ἒξω, νά σταθεῖς στό κέντρο, νά κοιτάξεις ὁλόγυρα καί μέσα σου, νά αἰσθανθεῖς τόν κίνδυνο τῆς ὁσονούπω κατάρρευσής τους.
Δέν ἦταν τόπος γιά καλοπερασάκηδες τό Σκλαβοχωριό. Αὐτός ὁ τόπος γέννησε ἀνθρώπους πού δέν ἒψαχναν τήν ἀπόλαυση. Ὁ τόπος αὐτός ἦταν φτιαγμένος γιά ἀνθρώπους πού δέν φοβοῦνται τό πάλεμα, τήν χαρά τῆς συμφιλίωσης, γιά ἀνθρώπους πού ό θυμωμένος, ἀψύς βοριάς, εἶναι πάντα ἐρωτικός, φορτωμένος μέ καημούς, παρακλήσεις ἀθώων, ἀναστεναγμούς νοσταλγικούς, γεμᾶτος «μηνύματα, ταξίματα, παινέματα και χρώματα ονείρων και ελπίδων».
Ὁ Σκλαβοχωριανός πῆρε τήν παθητικότητα τῆς γῆς, τήν παθητικότητα τῆς ρίζας, αὐτή την διάθεση τοῦ πάσχειν πού μόνο τό ἀρχαῖο πάθος μπορεῖ νά προσδιορίζει. Καμμιά πληγή, κανένα ξέσκισμα. Λικνίστηκε, ρίγησε, βόγκησε, χαϊδεύτηκε, θρήνησε, ἀλλά δέν λύγισε. Ἒμεινε ἐκεῖ σάν τά λιγνά χορταράκια ποὐ ζωντανεύουν μέ τό πέρασμα τ’ ἀγέρα. Δέθηκε μέ τούς ἀνθρώπους, δόθηκε, ἐρωτεύτηκε, σχετίστηκε, διαλέχτηκε, καί μέ τόν διάλογο ἀνορθώθηκε, δημιούργησε δοσμένος στόν λόγο του, ἀλλά πιό πολύ στήν σιωπή του, παραπέμποντάς μας σε βυζαντινές εικόνες.
Μέ μιά προσεκτική στάση τοῦ ματιοῦ καί τῆς καρδιάς ἀνακαλύπτει κανείς συναρπαστικές ὂψεις, πτυχές τῆς ζωῆς τοῦ παρελθόντος μας, τοῦ πολιτισμοῦ, τῶν πεποιθήσεων, τῆς κληρονομιᾶς μας, συνδέει τίς διάσπαρτες πληροφορίες πού κρύβουν αὐτές οἱ ταπεινές περιοχές καί διακρίνει τήν ἀγνοημένη ἢ λησμονημένη ἑλληνική συνέχεια. Τά σημάδια τῆς ἀγάπης καί φροντίδας πού ἒδειξαν οἱ προηγούμενοι ἀπό ἐμᾶς στήν φύση, πρόσφατα καί στό ἀπώτερο παρελθόν, ὑπάρχουν διάσπαρτα στίς σκλαβοχωριανές ἀναμνήσεις τοῦ Μαραγκοῦ.
Τόσων χρόνων ζωή καί αἰσθανόμαστε, ὃπως ὁ Ἀντώνης, σάν στό σπίτι μας χωρίς ἀναχρονισμούς. Ἀσυνείδητα νιώθουμε μεγάλη ἒλξη, μεγάλη χαρά ὀπτική καί αἰσθητική γενικότερα, καί τοῦτο ὃσες φορές καί νά περάσουμε ἀπό τήν ἲδια περιοχή, ὃσες φορές καί νά διαβάσουμε τίς σκλαβοχωριανές ἀναμνήσεις.
Κανένας καί τίποτα δέ στέρησε ἀπό τόν Ἀντώνη Μαραγκό τά φτερά καί τήν σκέπη τους. Ἑφτά χρονῶν βιάστηκε νά γίνει λόγος καί ὑπόσταση. Στ’ ἂγουρα χρόνια του, ἒφτιαχνε τόν κόσμο του, σέ νύχτες ἑφτά, γιατί πάντα τήν νύχτα πλημμύριζε ὁ νοῦς του μέ εἰκόνες, τίς νύχτες ἒντυνε τό σῶμα του ὃλο μέ λέξεις. Φαίνεται ὃτι τό καλύτερο δῶρο στόν ἂνθρωπο εἶναι ἡ στέρηση. Τό κενό. Ἡ ἀπουσία. Ὁ ἓνας ἒγινε ζωγράφος. Ὁ ἂλλος πλάστης. Ὁλοκλήρωσε ἓναν εὐτυχισμένο, δημιουργικό καί ἀπαρασάλευτα ἠθικό κύκλο ζωῆς. Συνδυασμός δύσκολος, πού ἀπαιτεῖ ἱκανότητα νά μπορεῖς νά φροντίζεις ταυτόχρονα τόν πυρῆνα τοῦ ἑαυτοῦ καί νά συνδιαλλάσσεσαι πλούσια, γενναιόδωρα, μέ τήν κοινότητα. Ὁἀνήσυχος Σκλαβοχωριανός μέ τήν ἀπύθμενη περιέργεια, ἀποτελεῖ ἓνα ὁλοζώντανο θυελλώδη κεφάλαιο τῆς σύγχρονης τοπικῆς κοινωνίας. Δικηγόρος, πολιτικός, λογοτέχνης, ἱστορικός, ἀθλητής, κοινωνικός ἀναλυτής, συνθέτοντας μέ τήν Ἄννα, τήν ἥρεμη δύναμη, τήν ἀγωνιστική ἁγία ξυνωρίδα.
Ρώτησα τόν Ἀντώνη, γράφεις κανένα καινούργιο ποίημα αὐτή τήν περίοδο; Δέν ὑπάρχουν καινούργια ποιήματα Δημόπουλε μοῦ ἀπάντησε. Οὒτε ὂνειρα ὑπάρχουν. Ἐφιάλτες μονάχα, καί ὁ κάθε ἐφιάλτης μέ μιά μήτρα θανάτου πού δουλεύει ἀδιάκοπα. Σπαραγμένος ὁ ὓπνος μου, ἂγρυπνος, τόν τρυπᾶνε, τόν σκίζουν τά ἒμβολα, τά βέλη, οἱ βελόνες, οἱ κάννες, οἱ βόμβες, οἱ πύραυλοι, ὃσοι ὑπῆρξαν καί ὃσοι καταπάνω μας ἒρχονται νά ἐκτεφρώσουν τόν μέλλον τῶν παιδιῶν μας προτοῦ κἂν τό γεωργήσουν.
Παρά ταῦτα έξακολουθῶ νά γράφω. Δέν ἒπαψα νά γράφω. Μέ πρώτη ὓλη μιά πλάκα ἀπό τό Σκλαβοχωριό, καί ἓνα καρβουνάκι. Ὃμως ἡ πλατύτερη πλάκα γραφῆς πού ποθῶ εἶναι τό χῶμα τοῦ Σκλαβοχωριοῦ, νά τήν γεμίσω μέ ὑμνους γραμμἐνους μέ τά ἀκροδάκτυλά μου, ἂξιο ἀντίδωρο στόν Θεό τῆς ἀγάπης πού πλάθουμε ἐντός μας, ἀφότου μᾶς ἒπλασε.