Ἡ εἰδοποιός διαφορά τῆς χριστιανικῆς Γεννήσεως, μέ τά ἱστορικά πρόσωπα πού μεταβάλλονται σέ ἱερά ἀρχέτυπα, ἀπό ἂλλους μύθους θείας γέννησης καί ἀπό τούς ἣρωές τους, ἒγκειται στίς ὑπερφυσικές δυνατότητες τῶν τελευταίων, ἐνῶ τῆς ἀφήγησης τοῦ Ματθαίου καί ἰδιαίτερα τοῦ Λουκᾶ ὂλα εἶναι ταπεινά. Βηθλεέμ, φάτνη, Μαρία, Ἰωσήφ, βρέφος, νύχτα, κρύο, ζῶα, βοσκοί, τό βεβαιώνουν μέ ἐξαίρεση τούς ἀγγέλους οἱ ὁποῖοι ὑμνοῦν τήν πανανθρώπινη σημασία τῆς ταπεινῆς σκηνῆς: «δόξα ἐν ὑψίστοις θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ἡ σωτηρία ἒχει νά κάνει μέ εἰρήνη καί ἀγάπη πού χαρίζει στούς ἀνθρώπους ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Τό βρέφος τῆς φάτνης ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους σέ θεογνωσία παράδοξη μέσω τῆς αὐτογνωσίας.
Στήν ἀδυναμία τοῦ Θεοῦ ὀφείλεται ἡ δύναμή του. Ἀδυναμία πού ἀργότερα θά ἐκφραστεῖ μέ τήν ἀγάπη του καί θά ζητήσει τήν δική μας ἐνεργό ἀγάπη. Ἀπό τήν ἀδυναμία τῆς ἀγάπης ἀναβλύζει ἡ χριστιανική σωτηρία. Τό ζοῦμε ὃταν ἀγαπᾶμε καί τό ἐκφράζουμε: «Σοῦ ἒχω ἀδυναμία». Ὡριμάζω ψυχικά ἐφ’ ὃσον ἡ ἀδυναμία τῆς ἀγάπης μου γίνεται ἐσωτερικότητα, ἐφ’ ὃσον ἡ σωτηρία δέν ἒρχεται σάν φυσική ἀναγέννηση δεμένη μέ τόν κύκλο τοῦ χρόνου, ἀλλά ὡς πνευματική μεταμόρφωση στήν δημιουργική ἀγάπη.
Μιλᾶμε γιά συμβολισμό πού βάζει σέ νέους ἀσκούς τά παλαιά σύμβολα. Μέσα ἀπό τήν αδυναμία του τό θεῖο βρέφος-Μεσσίας ζητάει νά ἑνώσουμε τήν γῆ μέ τόν οὐρανό στό ράγισμα τῆς ἐσωτερικότητας. Τήν ἲδια ἀδυναμία θά ἀκτινοβολήσει ὁ Σταυρός, ὡς δένδρο τῆς ζωῆς πού ἐνώνει ὑποχθόνια, ἐπιφάνειες καί ὓψη. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Τώρα τό κάτω καί τό ἂνω μεταλλάσσονται σέ ἒνστικτο καί καρδιά, ἐνδότερα ἀντίθετα, ὂπως ἑνώνει ὀ Θεάνθρωπος θεραπεύοντας τά ψυχικά ἀδιέξοδα, ὃπως ἡ Γέννησή του ἑνώνει τό σκοτάδι τῆς νύχτας μέ τό ἐωθινό φῶς, τήν φάτνη τῶν ζώων μέ τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καί εἰρηνεύει τόν κόσμο. Ἀγάπη καί ἀθωότητα προβάλλουν ὡς ὃροι τῆς σωτηρίας. Μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ καθαγιάζεται ἡ ἀδυναμία καί ἐσωτερικεύεται ἡ καθολικότητα. Ἐξ οὗ καί τό δένδρο τῆς ζωῆς δείχνει τήν πνευματική του φύση φωταγωγημένο τά Χριστούγεννα καθώς ἑνώνει τούς ἀνθρώπους μέ τά δῶρα πού ἁπλώνονται σάν θεμέλια στήν βάση του. Ἡ χριστιανική ἐμπειρία τῆς ἀδυναμίας ἀνέδειξε τήν ἀγάπη σέ οἰκουμενική ἀξία. Πρόκειται γιά ἐνεργό ἒκφραση τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς ὡς συμβολισμοῦ τῆς ἱστορίας, συμβολισμοῦ ὁ ὁποῖος ἀντί τελετουργικῆς ἀνάμνησης ἐργάζεται διαρκῆ ἐκτίναξη μπροστά.
Στόν συνειρμό τῆς ἓνωσης τῶν ἀντιθέτων καί τῆς καθολικῆς εἰρήνης τήν ὁποία ἀπεργάζεται, ἡ Βηθλεέμ παύει νά ὐφίσταται ἑρμηνευτικά ὡς γεωγραφικός τόπος καί ὑποστηρίζει τήν δυνατότητα νά δεχθοῦμε τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνακαινισμό τοῦ κόσμου καί τοῦ χρόνου του, νά γίνει ἂπειρο τό πεπερασμένο μας στήν ἒγνοια γιά τόν συνάνθρωπο. Ὑπ’ αὐτό τό πρίσμα ἡ σιωπή τῆς παγερῆς νύχτας παραπέμπει σέ ἀποκλεισμούς σβησμένων ὀνείρων καί στήν ἀγωνία τῆς ψυχῆς πού ἐγκαταλείπει τό νόημα, καθώς βιώνει ὡς δικό της ναυάγιο τήν ἂπρακτη ἐπιθυμία τῆς κοινωνίας μέ τόν Ἂλλο. Τήν ὑπαρξιακή τούτη ἒνδεια καί πείνα συνοψίζει εὒγλωττα ἡ ταπεινή φάτνη. Τσαλακωμένα ὂνειρα, μετέωρες ἐπιθυμίες, ἐναγώνια κενά ἒρχεται νά τά ἀνατρέψει τό ἂγγελμα τῆς θείας γέννησης καί μήνυμα τῆς Βασιλείας. Δέν χρειάζεται νά εἲμαστε ἐξαιρετικές περιπτώσεις γιά νά ζοῦμε ἀνθρώπινα καί νά ζοῦν καί Ἂλλοι μαζί μας. Ἀρκεῖ νά εἲμαστε ὁ ἑαυτός μας καί νά συμφιλιωθοῦμε μέ τίς ἀδυναμίες μας. Νά παραιτηθοῦμε ἀπό τίς αὐταπάτες τῶν συμβάσεων, νά σπάσουμε τό φρᾶγμα τοῦ Ἐγώ καί νά πιστέψουμε στήν ψυχική ἂνοιξη. Ἡ βιολογική ἀνάγκη μεταμορφώνεται σἐ ἠθική εὐθύνη, ὃταν ἡ ζωή παύει νά κατανοεῖται μέ ὃρους δικαιωμάτων καί διεκδικήσεων. Τά Χριστούγεννα δέν σαρκώθηκε ἁπλᾶ ὁ Θεός: ἒγινε ἀδυναμία. Ἡ γενέθλια νύχτα δείχνει πόσο σημαντικό εἶναι νά ἀρνηθοῦμε τήν δύναμη ὡς σκοπό τῆς ζωῆς, ἐπιμένει νά ἐσωτερικεύσουμε τό πνεῦμα τῆς ἀδυναμίας ὠς ἀγάπη καί τρυφερότητα, νά νοιώθουμε ἀσφαλεῖς στήν ζεστασιά γιά τόν Ἂλλο. Κατανοοῦμε τό μυστήριο τῆς Γέννησης ἐκδηλώνοντας τήν ἀγάπη μας ὡς ἀδυναμία. Ὁ ρεαλιστής νοῦς τότε δίνει σχῆμα ζωῆς στόν κόσμο τοῦ ὀνείρου. Ὁ ρεαλισμός στενεύει τήν ψυχή στά ὃρια τοῦ σώματος, ἐνῶ σάν ψυχικό μυστήριο τό ὂνειρο κάνει νά βλέπουμε τήν ὓπαρξη λυτρωτικά ἀπό μέσα, διάφανοι ἐμεῖς, κι αὐτή χωρίς ὑλική πύκνωση καί βαρύτητα.
Καλά Χριστούγεννα. Γιῶργος Δημόπουλος.